φαινολογία

φαινολογία
η, Ν
(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας ο οποίος μελετά τις μεταβολές τις οποίες, με την επίδρασή τους, τα διάφορα κλίματα επιφέρουν στην ανάπτυξη τών φύλλων και την άνθηση τών φυτών, στη διάρκειά τους, στην εποχή εμφάνισής τους κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenology < pheno- (< phenomena < φαινόμενο + -logy (< -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”